απλοελληνικός

απλοελληνικός
-ή, -ό
1. αυτός που εκφράζεται στην απλή, καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα
2. το θηλ. ως ουσ. η απλοελληνική (ενν. γλώσσα)
η δημοτική, η γλώσσα της καθημερινής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απλούς + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Γ. Βενδώτη και αναφέρεται στις λ. «γλώσσα, διαλεκτός, ιδίωμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απλοελληνικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκφράζεται στην ομιλούμενη ελληνική γλώσσα: Όχι μονάχα έλεγε, αλλά κι έγραφε τους στοχασμούς του στην απλοελληνική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”